- ὄψιον
- ὄψιοςlatemasc acc sgὄψιοςlateneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οψίον — ὀψίον, τὸ (Α) [όψον] υποκορ. τού όψον … Dictionary of Greek
οψιόν — η άκλ. διεθνοποιημένος οικονομικός όρος ο οποίος δηλώνει την παραχώρηση σε κάποιο άτομο τού δικαιώματος να αποδεχθεί ή όχι μια συναλλαγή στο πλαίσιο τών όρων που τού προτείνονται, προαίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. option < λαατ. optio, onis… … Dictionary of Greek
ὀψίω — ὄψιος late masc/neut nom/voc/acc dual ὄψιος late masc/neut gen sg (doric aeolic) ὀψίον neut nom/voc/acc dual ὀψίον neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek
ὀψία — ὀψίᾱ , ὄψιος late fem nom/voc/acc dual ὀψίᾱ , ὄψιος late fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀψίᾱ , ὀψία the latter part of day fem nom/voc/acc dual (ionic) ὀψίᾱ , ὀψία the latter part of day fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) ὀψίον… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίοις — ὄψιος late masc/neut dat pl ὀψίον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίου — ὄψιος late masc/neut gen sg ὀψίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίων — ὄψιος late fem gen pl ὄψιος late masc/neut gen pl ὄψις aspect fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ὄψος neut gen pl (doric) ὀψίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίῳ — ὄψιος late masc/neut dat sg ὀψίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)